- προκαθεδρία
- ἡ, ΜΑη προεδρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καθεδρία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαθεδρία — προκαθεδρίᾱ , προκαθεδρία fem nom/voc/acc dual προκαθεδρίᾱ , προκαθεδρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεδρίᾳ — προκαθεδρίᾱͅ , προκαθεδρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεδρίας — προκαθεδρίᾱς , προκαθεδρία fem acc pl προκαθεδρίᾱς , προκαθεδρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεδρίαν — προκαθεδρίᾱν , προκαθεδρία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεδρώ — άω, Α [προκαθεδρία] παθ. προκαθεδρῶμαι, άομαι τοποθετούμαι ως επίσκοπος … Dictionary of Greek